οσφυονωτιαίος

Greek Monolingual

-α, -ο
1. (ανατ.-ιατρ.)
αυτός που σχετίζεται ταυτόχρονα με την οσφύ και τον νωτιαίο μυελό
2. φρ. «οσφυονωτιαία παρακέντηση»
ιατρ.
άμεση αναρρόφηση εγκεφαλονωτιαίου υγρού με κοίλη βελόνα που εισάγεται στον υπαραχνοειδή χώρο του νωτιαίου μυελού, συνήθως μεταξύ 3ου και 4ου οσφυϊκού σπονδύλου.