οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me
οὐρανόνικος, -ον (Α)αυτός που νικά τον ουρανό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + νίκη (πρβλ. Ολυμπιόνικος)].