ῥᾷον ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν → they thought less of swearing and perjuring themselves than of anything else in the world
ὀφθαλμίζω (ΑΜ) οφθαλμός
μσν.
(σχετικά με δένδρο) εμβολιάζω, μπολιάζω
αρχ.
παθ. ὀφθαλμίζομαι
α) (για δένδρο) ενοφθαλμίζομαι, εμβολιάζομαι
β) κοσμούμαι με πολύτιμους λίθους
γ) πάσχω από οφθαλμία.