οφθαλμοστρόφος

From LSJ

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427

Greek Monolingual

-ο
1. αυτός που προκαλεί στροφή τών οφθαλμών (α. «οφθαλμοστρόφοι μύες» β. «οφθαλμοστρόφα νεύρα»)
2. φρ. «οφθαλμοστρόφος κρίση» — νευρική κρίση κατά τη διάρκεια της οποίας προκαλούνται σπασμωδικές περιστροφές τών βολβών τών οφθαλμών.