οφθαλμωδυνία

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297

Greek Monolingual

η
οφθαλμαλγία, πονόματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmodynie (< οφθαλμός + -ωδυνία < -ώδυνος < οδύνη)].