οφθαλμόμετρο

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

το
συσκευή προσδιορισμού του αστιγματισμού της πρόσθιας επιφάνειας του κερατοειδούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmometre (< οφθαλμός + μέτρο). Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Γ. Γαζέπη].