οφθαλμόμετρο

From LSJ

Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους εὐεργέτει → Reverens parentum sis, amicis beneficus → Die Eltern ehre, deinen Freunden tue wohl

Menander, Monostichoi, 105

Greek Monolingual

το
συσκευή προσδιορισμού του αστιγματισμού της πρόσθιας επιφάνειας του κερατοειδούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmometre (< οφθαλμός + μέτρο). Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Γ. Γαζέπη].