οφιοκέφαλος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὀφιοκέφαλος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οφιοκέφαλος
ζωολ. γένος περκόμορφων ψαριών τών γλυκών νερών της τροπικής Αφρικής και της νοτιοανατολικής Ασίας που το κεφάλι τους μοιάζει με κεφάλι φιδιού
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει κεφάλι φιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + -κέφαλος (< κεφαλή). Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια (πρβλ. αγγλ. ophiocephalus) και μαρτυρείται από το 1840 στον Ιω. Βούρο].