οφρυγνά

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source

Greek Monolingual

ὀφρυγνᾷ (Α)
(βοιωτ. λ.) (κατά τον Ησύχ.) «ὀφρυάζει».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφρύς, πιθ. κατά το ὀριγνῶμαι].