οχθοφύλαξ

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source

Greek Monolingual

ὀχθοφύλαξ, ὁ (Α)
φύλακας όχθης ποταμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχθη + φύλαξ.