οψημέρα

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

ὀψημέρα, ἡ (Α)
η εσπέρα, το βράδυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψέ + ημέρα].