οψιφανής
Greek Monolingual
-ές (Α ὀψιφανής, -ές)
αυτός που φάνηκε αργά, με καθυστέρηση.
επίρρ...
οψιφανώς
με οψιφανή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι)].
-ές (Α ὀψιφανής, -ές)
αυτός που φάνηκε αργά, με καθυστέρηση.
επίρρ...
οψιφανώς
με οψιφανή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι)].