ὀψιφανής
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
German (Pape)
[Seite 433] ές, spät erscheinend, aufgehend, Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψῐφᾰνής: -ές, ὁ ἀργὰ φαινόμενος ἢ ἀνατέλλων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. 14.
Greek Monolingual
-ές (Α ὀψιφανής, -ές)
αυτός που φάνηκε αργά, με καθυστέρηση.
επίρρ...
οψιφανώς
με οψιφανή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι)].