οψωνώ

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source

Greek Monolingual

ὀψωνῶ, -έω (Α) οψώνης
1. αγοράζω τα αναγκαία προσφάγια, ιδίως ψάρια
2. (γενικά) προμηθεύομαι τρόφιμα, ψωνίζω.