ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
οἰκιάτας: οἰκέτης, Ἐπιγρ. Λοκρ. Ὀζ. Inscr. Gr. Ant. 321, 44, ἔκδ. Η. Roehl. 1882.