οἰκοδομητική

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
s.e. τέχνη;
l'art de bâtir.
Étymologie: οἰκοδομέω.

Russian (Dvoretsky)

οἰκοδομητική: ἡ (sc. τέχνη) строительное искусство Luc.