οἰκοδομητική
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
s.e. τέχνη;
l'art de bâtir.
Étymologie: οἰκοδομέω.
Russian (Dvoretsky)
οἰκοδομητική: ἡ (sc. τέχνη) строительное искусство Luc.