πάλσαρ

From LSJ

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source

Greek Monolingual

το
αστρον. τύπος αστέρα ο οποίος αποτελεί πηγή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, της οποίας οι εκπομπές ή παλμοί χαρακτηρίζονται από πολύ μικρή διάρκεια και επαναλαμβάνονται σε τακτικά χρονικά διαστήματα, αλλ. παλλόμενος αστέρας.