πάνσωμος
From LSJ
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
Greek (Liddell-Scott)
πάνσωμος: -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ὑπάρχων εἰς ὅλον τὸ σῶμα, πληγαὶ Νικήτ. Χρον. 340C· - Ἐπίρρ. -μως, καθ’ ὅλον τὸ σῶμα, Διον. Ἀρεοπ. 396C. ΙΙ. μεθ’ ὅλου τοῦ σώματος, Ἰω. Κίνν. 264.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που ανήκει ή υπάρχει σε όλο το σώμα («ἐπενεγκόντες πληγὰς πανσώμους», Νικ. Χων.).
επίρρ...
πανσώμως ΜΑ
σε όλο το σώμα
αρχ.
με όλο το σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -σωμος (< σῶμα), πρβλ. μεγαλό-σωμος].