παγγέλαστος

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source

German (Pape)

[Seite 434] ganz lächerlich, Sp.

Greek Monolingual

παγγέλαστος, -ον (Α)
καταγέλαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + γελῶ, με αφομοιωτική τροπή του -ν- σε -γ-].