παγγενναίος

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source

Greek Monolingual

παγγενναῖος, -ον (Α)
πολύ ευγενής, από μεγάλο γένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + γενναῖος, με αφομοιωτική τροπή του -ν- σε -γ-].