παγκρείττων

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source

Greek Monolingual

παγκρείττων, -ονος, ὁ (Α)
(ως επίθ. του θεού) παντοδύναμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κρείττων].