παιδολόι

From LSJ

ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity

Source

Greek Monolingual

και παιδολόγι, το
πλήθος συγκεντρωμένων παιδιών, παιδοβόλι, παιδομάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -λόι].