παιδοβόλι

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

το
πολλά παιδιά μαζί συγκεντρωμένα, συρροή παιδιών, παιδομάνι, παιδολόι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -βόλι (< βάλλω), πρβλ. αγκυροβόλι].