παιδομήτωρ

From LSJ

Θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ → Obsistere est difficile fortunae et deo → Mit Gott zu kämpfen ist gefährlich und dem Glück

Menander, Monostichoi, 247

German (Pape)

[Seite 441] ορος, Mutter der Kinder, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παιδομήτωρ: -ορος, ἡ, ἡ μήτηρ παίδων, τεκνουργὸς παιδομήτωρ Κ. Μανασσ. Χρον. 6228.

Greek Monolingual

παιδομήτωρ, -ορος, ἡ (Μ)
μητέρα παιδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -μήτωρ (< μήτηρ)].