παιδομήτωρ
From LSJ
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
German (Pape)
[Seite 441] ορος, Mutter der Kinder, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παιδομήτωρ: -ορος, ἡ, ἡ μήτηρ παίδων, τεκνουργὸς παιδομήτωρ Κ. Μανασσ. Χρον. 6228.
Greek Monolingual
παιδομήτωρ, -ορος, ἡ (Μ)
μητέρα παιδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -μήτωρ (< μήτηρ)].