παιπαλώ

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source

Greek Monolingual

παιπαλῶ, -άω (Α) παιπάλη
είμαι επιτήδειος στις δολιότητες και τις πανουργίες, είμαι πανούργος.