πακέτο
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
Greek Monolingual
το
1. δέμα διαφόρων αντικειμένων τακτοποιημένων και περιτυλιγμένων με χαρτί
2. κουτί καπνού ή τσιγάρων
3. (για προτάσεις, απόψεις, όρους κ.λπ.) ενιαίο σύνολο («στο πακέτο για τις βάσεις πρέπει να συμπεριληφθούν και οι ρυθμίσεις για το χρέος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pacchetto (υποκορ. του pacco) < γαλλ. paquet (< ολλανδ. pak). Η λ. με την τρίτη σημ. < αγγλ. pack-age].