παλίπνοια

From LSJ

Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist

Menander, Monostichoi, 509

Greek Monolingual

παλίπνοια, ἡ (Μ)
η εναλλαγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + πνοιή / πνοία (< πνέω)].