παλαιοτροπία
English (LSJ)
ἡ, old-fashionedness, Eust.531.40.
German (Pape)
[Seite 445] ἡ, alterthümliche Sitte, Eust. 531, 40.
Greek (Liddell-Scott)
παλαιοτροπία: ἡ, ἴδε τὸ ἑπόμενον.
Greek Monolingual
παλαιοτροπία, ἡ (Μ) παλαιότροπος
παλαιός τρόπος, αρχαία συνήθεια.