παλιμπόρευτος
English (LSJ)
παλιμπόρευτον, = παλίμπορος (going back), Tim. Pers. 186, Lyc. 180, 628.
German (Pape)
[Seite 449] = Folgdm, Lycophr. 180. 628 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιμπόρευτος: -ον, = τῷ ἑπομ., Λυκόφρ. 180, 628.
Greek Monolingual
παλιμπόρευτος, -ον (ΑΜ)
αυτός που πορεύεται προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πορεύομαι].