παλιμφρασία

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monolingual

η
ιατρ. η συνεχής και ακούσια επανάληψη όχι μόνο της ίδιας λέξης ή φράσης αλλά και της ίδιας ομοιοκαταληξίας ή του ίδιου στίχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. palimphrasie (< πάλιν + φράση)].