παλινστομώ

From LSJ

τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears

Source

Greek Monolingual

παλινστομῶ, -έω (Α)
λέω δυσοίωνα λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -στομῶ (< -στομος < στόμα)].