ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
ο1. φίλος από τα παλιά χρόνια2. στον πληθ. οι παλιόφιλοιοι καλοί φίλοι.[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + φίλος].