παμβαλκανικός

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλα τα κράτη ή σε όλους τους λαούς τών Βαλκανίων.