πανήμαρ

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (επικ. τ.) κατά τη διάρκεια όλης της ημέρας, καθ' όλη την ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἦμαρ «ημέρα» (πρβλ. αντήμαρ)].