παναλγής

Greek Monolingual

παναλγής, -ές (Α)
1. γεμάτος άλγος
2. (η αιτ. πληθ. του ουδ. ως επίρρ.) παναλγέα με πολύ πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -αλγής (< ἄλγος)].