πανελλαδικός

From LSJ

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ολόκληρη την Ελλάδα ή αυτός που καλύπτει ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, πανελλήνιος.
επίρρ...
πανελλαδικά
σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ελλαδικός].