πανεύνους

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source

German (Pape)

[Seite 459] ganz wohlgesinnt, Sp.

Greek Monolingual

-ουν και -οος, -οον, Α
εξαιρετικά ευνοϊκός, ευνοϊκότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + εὔνους «ευμενής, ευνοϊκός»].