διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
[Seite 459] ganz wohlgesinnt, Sp.
-ουν και -οος, -οον, Αεξαιρετικά ευνοϊκός, ευνοϊκότατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + εὔνους «ευμενής, ευνοϊκός»].