πανούργευμα

English (LSJ)

-ατος, τό, = πανούργημα (for which it is v.l. in Sch. Ar.Eq.800, LXX Si.1.6, al.): pl., in good sense, wonderful feats, ib. Ju. 11.8 (v.l. -ήματα).

German (Pape)

[Seite 461] τό, listige Handlung, Bubenstück, Schol. Ar. Equ. 414 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνούργευμα: τό, = πανούργημα, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 414, Ἑβδ. (Σειρὰχ Α΄, 6, κ. ἀλλ.)· ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ καλῆς σημασίας, θαυμαστὰ κατορθώματα, Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ΙΑ΄, 8).

Greek Monolingual

τὸ, Α πανουργεύομαι
1. πανούργημα, πανουργία, δόλιο τέχνασμα
2. στον πληθ. τὰ πανουργεύματα
(με καλή σημ.) θαυμαστά κατορθώματα.