παντοπωλείο
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
το / παντοπωλεῖον, ΝΜΑ παντοπώλης
νεοελλ.
κατάστημα πώλησης κάθε είδους πραγμάτων, ιδίως τροφίμων
μσν.-αρχ.
τόπος όπου πωλούνται διάφορα πράγματα.