πανύμνητος

German (Pape)

[Seite 465] allgefeiert, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνύμνητος: -ον, ὁ πάνυ ὑμνούμενος, Ἰω. Ἱερ. Βίος Ἰω. Δαμασκ. σ. 264, ἔκδ. Maj., Μεθόδ. σ. 400C, κλ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που υμνείται από όλους («τὴν πανύμνητον ἑορτασάντων πανήγυριν», Αμφιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ὑμνητός (< ὑμνῶ), πρβλ. πολυύμνητος].