πολυύμνητος
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
πολυύμνητον, much-famed in song, Pi.N.2.5, M.Ant.7.6, Chor. in Jahrb.9.187.
German (Pape)
[Seite 675] viel besungen, ἄλσος, Pind. N. 2, 5.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυύμνητος -ον [πολύς, ὑμνέω] veel bezongen.
English (Slater)
πολῠύμνητος much celebrated in song Νεμεαίου ἐν πολυυμνήτῳ Διὸς ἄλσει (N. 2.5)
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυύμνητος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που υμνείται σε άσματα πολύ ή πολλές φορές, περίφημος, ονομαστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ὑμνητός (< ὑμνῶ)].
Greek Monotonic
πολυύμνητος: -ον, αυτός που έχει υμνηθεί πολύ, πολύ γνωστός στο τραγούδι, σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
πολυύμνητος: -ον, ὁ πολὺ ὑμνούμενος, Πινδ. Ν. 2. 8, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 7. 6, κτλ.
Middle Liddell
πολυ-ύμνητος, ον,
much-famed in song, Pind.
Léxico de magia
-ον muy alabado con himnos de Sarapis ἐπικαλοῦμαί σε, κύριε, ἅγιε, πολυύμνητε, μεγαλότιμε, κοσμοκράτωρ, Σάραπι te invoco a ti, señor, sagrado, muy alabado con himnos, grandemente honrado, señor del universo, Sarapis P XIII 619