παράθερμος

English (LSJ)

παράθερμον,
A over-hot, Plu.Comp.Pel.Marc.3.
2 metaph., of persons, D.S.24.3; also π. καινουργία violent change, Hierocl.p.52 A.

German (Pape)

[Seite 478] sehr warm, allzuhitzig, verwegen, Plut. Comp. Pelop. et Marc. 3 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s'échauffe trop ou trop vite.
Étymologie: παρά, θερμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρά-θερμος -ον fanatiek.

Russian (Dvoretsky)

παράθερμος: не в меру горячий, пылкий Plut.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πάρα πολύ θερμός
2. μτφ. για πρόσ. θερμόαιμος.

Greek Monotonic

παράθερμος: -ον, υπερβολικά καυτός, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

παράθερμος: -ον, ὑπέρθερμος, Πλουτ. Πελοπ. καὶ Μαρκέλλ. Σύγκρ. 3.

Middle Liddell

παρά-θερμος, ον,
over-hot, Plut.