ὑπέρθερμος
From LSJ
English (LSJ)
η, ον (Gp.6.8.1), or ος, ον (Sor.2.57), over-warm, hot, Gp. l.c., Sor. l.c., Gal.11.674.
German (Pape)
[Seite 1196] übermäßig warm, heiß, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρθερμος: -η, -ον, ὑπερμέτρως θερμός, θερμότατος, Γεωπον. 6. 8, 1.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπέρθερμος, -ον, ΝΜ θερμός
υπέρμετρα θερμός
νεοελλ.
φρ. α) «υπέρθερμος ατμός»
φυσ. ατμός σε υψηλή θερμοκρασία που σχηματίζεται σε ορισμένες θερμοδυναμικές μεταβολές χωρίς προσφορά ποσοτήτων θερμότητας
β) «υπέρθερμο ύδωρ»
φυσ. νερό σε θερμοκρασία ανώτερη του σημείου βρασμού υπό ατμοσφαιρική πίεση
γ) «υπέρθερμη πηγή»
(υδρολ.) πηγή της οποίας τα νερά έχουν θερμοκρασία υψηλότερη τών 45°C.