παράπταισμα

English (LSJ)

-ατος, τό, f.l. for παράπαισμα in Oenom. ap. Eus. PE5.25.

German (Pape)

[Seite 496] τό, Verstoß, Irrtum, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παράπταισμα: τό, πταῖσμα, σφάλμα, Οἰνόμ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 219C, ἔνθα ὁ Dind. προτείνει παραπαίσματα.

Greek Monolingual

-ατος, τὸ, Α
(εσφ. γρφ.) αντί παράπαισμα.