παραδοξότητα

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

Greek Monolingual

παραδοξότης, -ητος, ἡ, ΝΑ παράδοξος
το να είναι κάτι παράδοξο, παράξενο, αλλόκοτο
νεοελλ.
φυσ. ιδιότητα η οποία χαρακτηρίζει τα αδρόνια.