παραδρώωσι

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

French (Bailly abrégé)

v. παραδράω.

Greek Monotonic

παραδρώωσι: Επικ. αντί -δρῶσι, γʹ πληθ. του παραδράω.

Russian (Dvoretsky)

παραδρώωσι: эп. 3 л. pl. praes. conjct. к παραδράω.