παραξενιά
From LSJ
τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants
Greek Monolingual
η παράξενος
ιδιοτροπία, δυστροπία («καθένας με τις παραξενιές του»).
τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants
η παράξενος
ιδιοτροπία, δυστροπία («καθένας με τις παραξενιές του»).