παραρθρόω

From LSJ

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραρθρόω Medium diacritics: παραρθρόω Low diacritics: παραρθρόω Capitals: ΠΑΡΑΡΘΡΟΩ
Transliteration A: pararthróō Transliteration B: pararthroō Transliteration C: pararthroo Beta Code: pararqro/w

English (LSJ)

= παραρθρέω II, Pl.Ax.367b (codd.Stob.).

German (Pape)

[Seite 496] = παραρθρέω, f. L.

Greek Monolingual

παραρθρέω και παραρθρόω, Α
1. παθαίνω μερική εξάρθρωση
2. κάνω κάτι να εξαρθρωθεί, εξαρθρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -αρθρῶ (< -αρθρος < ἄρθρον), πρβλ. εξαρθρώ].