Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παρασιτώ

From LSJ
Menander, fragment 761

Greek Monolingual

παρασιτῶ, -έω, ΝΜΑ, και παρασιτεύω Α παράσιτος
νεοελλ.
1. (για μικρόβιο) ζω ως παράσιτο σε έναν οργανισμό
2. μτφ. (για ανθρώπους) ζω παρασιτικά, αναπτύσσομαι και τρέφομαι εις βάρος κάποιου άλλου και με δικές του δαπάνες, αντί να βρίσκω μόνος μου τα μέσα διαβίωσής μου
αρχ.
1. τρώω και κατοικώ δίπλα σε κάποιον
2. (κυρίως για ιερείς) έχω την τιμή να συμμετέχω σε σίτιση που γίνεται με δημόσια έξοδα.