παρασκύβω

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source

Greek Monolingual

ΝΜ
σκύβω πάρα πολύ στην προσπάθεια μου να δω ή να βρω κάτι.