παρασκύβω

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

ΝΜ
σκύβω πάρα πολύ στην προσπάθεια μου να δω ή να βρω κάτι.