παρασπονδία
From LSJ
Βέβαιος ἴσθι καὶ βεβαίοις χρῶ φίλοις → Constans ubique sis, amicis maxime → Auf dich und auch auf deine Freunde sei Verlass
Greek Monolingual
η
παρασπόνδηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρασπονδώ. Η λ., στον πληθ. παρασπονδίαι, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].